Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα αποτελούν μια ομάδα λοιμωδών νόσων με διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης παγκοσμίως. Η σύφιλη, ο έρπης των γεννητικών οργάνων, το μαλακό έλκος των γεννητικών οργάνων (αιμόφιλος ducreyi), το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα (χλαμύδια του τραχώματος), οι γονοκοκκικές λοιμώξεις, το οξυτενές κονδύλωμα (ιός θηλώματος) και διάφορες μυκητιάσεις, αποτελούν τη μεγάλη αυτή ομάδα, γνωστή και ως αφροδίσια νοσήματα. Kοινό τους στοιχείο είναι ότι μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή και με άμεση ή σπάνια έμμεση (είδη υγιεινής, πετσέτες) επαφή με τα γεννητικά όργανα του / της πάσχοντος.
Το AIDS και οι ιοί της ηπατίτιδας Β και C μεταδίδονται επίσης με τη σεξουαλική επαφή αλλά περιγράφονται σε άλλο τμήμα/μέρος του δικτυακού χώρου μας.
Σε πολλά αφροδίσια νοσήματα εμφανίζονται βλάβες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων όμως, κάθε μία από τις παραπάνω νόσους έχει διαφορετική βαρύτητα και η νοσηρότητά της ποικίλει. Έτσι π.χ. η σύφιλη, χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει προοδευτικά από δερματικό εξάνθημα μέχρι μη αντιστρέψιμες νευρολογικές βλάβες (νωτιάδα φθίση, γενικευμένη παράλυση). Ομοίως, ποικίλη είναι και η πορεία της γονοκοκκικής λοίμωξης (βλεννόρροια) που μπορεί να παραμένει εντοπισμένη προκαλώντας ουρηθρίτιδα στους άνδρες και τραχηλίτιδα στις γυναίκες, ή να έχουμε διάσπαρτη νόσο (γονοκοκκαιμία) με εκδηλώσεις ενδοκαρδίτιδας, μηνιγγίτιδας, ακόμη και σηψαιμίας με επικείμενο θάνατο.
Ο έρπητας, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζεται από υψηλότατη μεταδοτικότητα και ενώ σε έναν κατά τα άλλα υγιή άνθρωπο συνήθως παραμένει μία εντοπισμένη δερματική λοίμωξη, σε έναν ανοσοκατασταλμένο παρουσιάζεται ως γενικευμένη, συχνά καταστροφική λοίμωξη.
Αξιοσημείωτη, είναι η επαληθευμένη συσχέτιση μερικών στελεχών του ιού του θηλώματος (οξυτενές κονδύλωμα) με την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου.
Τα περισσότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα γενικώς απαντούν καλά σε συγκεκριμένες αντιμικροβιακές αγωγές και εν τέλει θεραπεύονται είτε υποχωρούν. Παρ' όλα αυτά λόγω της, συχνά υψηλής, νοσηρότητας και των επιπλοκών τους, η πρόληψη αποτελεί το σημαντικότερο μέσο αντιμετώπισης. Μέτρα προφύλαξης κατά τη σεξουαλική επαφή καθώς και αυστηρή τήρηση των κανόνων υγιεινής των γεννητικών οργάνων θα πρέπει να ακολουθούνται πάντοτε.
Επιπρόσθετα, οποιοσδήποτε μολυνθεί, οφείλει να συμβουλευτεί τον ιατρό του ώστε να διδαχθεί το πώς θα προστατεύσει άτομα με τα οποία έρχεται σε στενή επαφή.